τάλ(λ)αρο

τάλ(λ)αρο
τάλ(λ)ηρο[ν] τό
1) талиро (греческая монета β пять драхм); 2) талер (серебряная монета); 3) πλ. деньги

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τάλ(λ)αρο" в других словарях:

  • τάλ(λ)αρο — το, Ν βλ. τάληρο …   Dictionary of Greek

  • ταλ(λ)αράς — ο, Ν αυτός που έχει πολλά χρήματα, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλ(λ)αρο + κατάλ. άς (πρβλ. τσιφλικ άς)] …   Dictionary of Greek

  • τάληρο — Ασημένιο νόμισμα. Κόπηκε για πρώτη φορά στο Ιοάχιμσταλ (σημερινό Γιαχίμοφ) της Τσεχοσλοβακίας. Μερικά χρόνια αργότερα καθιερώθηκε ως νομισματική μονάδα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Πολωνίας, της Σουηδίας, της Γαλλίας, της Τουρκίας, των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»